- λαμπηνικός
- λαμπηνικός, -ή, -όν (Α) [λαμπήνη]αυτός που μοιάζει με λαμπήνη («ἕξ ἁμάξας λαμπηνικὰς καὶ δώδεκα βόας», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՊԱԼԱՐԱԿԱՊ — ( ) NBH 2 0583 Chronological Sequence: Early classical ա. λαμπήνη, λαμπηνικός . (որպէս փայլուն գահաւորակ.) lampena, currus regius contectus, lectica. Մակդիր գրաստու՝ յորոյ վերայ կապեալ է պալարաձեւ կազմած, այսինքն պաղպաջունք. կամ որ լծեալ է ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
λαμπηνικάς — λαμπηνικά̱ς , λαμπηνικός like a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)